Μια διεισδυτική ματιά στην ελληνική ιδιωτική ασφάλιση
Συνέντευξη στο Underwriter.gr: Του Φίλιππου Κάσσου, Partner, Audit, KPMG στην Ελλάδα
Συνέντευξη στο Underwriter.gr: Του Φίλιππου Κάσσου, Partner, Audit, KPMG στην Ελλάδα
Με αφορμή το θόρυβο που γίνεται γύρω από το Ιnsurtech θα ήθελα να ξεκινήσω ρωτώντας πώς φαντάζεστε την ελληνική ασφαλιστική αγορά του κοντινού μας μέλλοντος;
Η ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο, είναι μια συντηρητική αγορά, με αποτέλεσμα να βλέπουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις να προέρχονται κυρίως από άλλους κλάδους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ασφαλιστές δεν συμβαδίζουν με όσα συμβαίνουν γύρω τους. Απλά σε σύγκριση με άλλους κλάδους, ακόμη και τον τραπεζικό, ακολουθούν τις τάσεις, δεν τις διαμορφώνουν. Ωστόσο παρέχεται το πλεονέκτημα να βλέπουμε τι γίνεται αλλού, πως εφαρμόζεται και να καταλαβαίνουμε τι θα συμβεί κατόπιν και στην ασφαλιστική αγορά..
Κατά συνέπεια μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι ότι περιμένουμε να γίνουν αλλαγές. Ήδη αυτό που παρατηρώ με τη δική μου εμπειρία είναι ότι οι εταιρείες κάνουν μια προσπάθεια να διαχωρίσουν και να απλοποιήσουν τα προϊόντα τους, να τα κάνουν όσο γίνεται πιο κατανοητά. Επίσης υπάρχει μια αυξανόμενη τάση προς το ψηφιακό underwriting και τις ψηφιακές εκδόσεις συμβολαίων και τις ψηφιακές αποζημιώσεις. Ακόμη, γίνεται προσπάθεια να ενταθεί η απευθείας επαφή της εταιρείας με τον πελάτη και η βελτίωση της εμπειρίας του, κάτι για το οποίο μεγάλο ρόλο θα παίξει και η ψηφιακή ανταπόκριση, τουλάχιστον στην αρχή της επικοινωνίας και ο ψηφιακός συνολικά μετασχηματισμός.
Πολύς λόγος γίνεται και για τα περίφημα οικοσυστήματα και τη διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών ή και τα ασφάλιστρα με βάση τη χρήση. Δηλαδή με βάση το πόσο σωστά οδηγεί ο ασφαλισμένος ή πόσο προσέχει την υγεία του. Θα δούμε αυτή τη φιλοσοφία να εξαπλώνεται;
Στο εξωτερικό αυτή η προσέγγιση υλοποιείται ήδη, μέσω πιλοτικών κυρίως προγραμμάτων και στην Ελλάδα σε κάποιες εταιρείες. Το αν θα επικρατήσει αυτή η φιλοσοφία, ή θα φτάσει ακόμη και να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά προϊόντα σε σημαντικό ποσοστό, κατά τη γνώμη μου θα πάρει πολλά χρόνια. Χρειάζονται τρομερά μεγάλες επενδύσεις και ειδικός εξοπλισμός για μια τέτοια μεταστροφή, για να φτάσει να δέσει το ασφαλιστικό προϊόν με ένα νέο, αυτό που ονομάζουμε «οικοσύστημα». Θέλει τεχνολογικές επενδύσεις «από την αρχή μέχρι το τέλος», από τον τρόπο εισαγωγής του νέου πελάτη, από την έκδοση του συμβολαίου, τη διαχείριση και επεξεργασία της ζημιάς, το τελικό στάδιο και την αποζημίωση. Στην Ελλάδα η αγορά μας είναι υπερβολικά μικρή. Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος όγκος δραστηριότητας για να γίνουν τέτοιες κινήσεις. Αν γίνουν επενδύσεις, σίγουρα θα έρθουν από τους ομίλους του εξωτερικού ως μεμονωμένες τεχνολογίες - αλλά και πάλι πιστεύω ότι θα αργήσουμε να τις δούμε. Από την άλλη το να δημιουργηθούν συγκεκριμένα προϊόντα τα οποία για παράδειγμα χρεώνουν με βάση τα χιλιόμετρα, αυτό συμβαίνει ήδη χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις. Στην ουσία μετασχηματίζεται η σταθερή χρέωση σε σχέση με τα μέσα εκτιμώμενα δυανυόμενα χιλιόμετρα.
Μου δώσατε την ευκαιρία για ένα χιλιοδιατυπωμένο ερώτημα: Γιατί η ελληνική αγορά παραμένει τόσο μικρή, τόσα χρόνια τώρα;
Για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι δεν υπάρχουν νέοι πελάτες. Υπάρχει δυσκολία να προσελκυστούν νέοι φορολογούμενοι ή καταναλωτές για να αγοράσουν προϊόντα. Αυτοί που ήταν να αγοράσουν, έχουν ήδη αγοράσει. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει στα όρια της φτώχειας και ένα άλλο μεγάλο μέρος είναι χαμηλόμισθοι – μην ξεχνάμε τις οικονομικές συγκυρίες των τελευταίων δύο – τριών δεκαετιών. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι είδος άμεσης ανάγκης για τις ανωτέρω κατηγορίες, οπότε όταν μεγάλο μέρος του πληθυσμού περιορίζεται στα αναγκαία ή και στα απολύτως αναγκαία, προφανώς μπαίνει στην άκρη το θέμα της ασφάλισης – εκτός της υποχρεωτικής βεβαίως.
Και στο εξωτερικό όμως δεν υπάρχει φτώχια; Σε όλη την Ευρώπη δεν υπάρχει φτώχια;
Εξαρτάται πώς ορίζεις το όριο της φτώχιας. Το δικό μας όριο είναι πολύ χαμηλό γιατί τα εισοδήματα είναι πάρα πολύ χαμηλά. Στην κεντρική ή στη βόρεια Ευρώπη για παράδειγμα, ο χαμηλόμισθος είναι τρεις φορές πάνω. Οπότε, είναι διαφορετική η αντιμετώπιση.
Στη χώρα μας, η μεσαία τάξη έχει ήδη αγοράσει σύμφωνα με τις δυνατότητές της, μην ξεχνάμε και ότι πολλοί εργαζόμενοι έχουν ομαδική ασφάλιση υγείας από την εταιρεία τους. Για αυτό και υπάρχει δυσκολία εξεύρεσης νέων πελατών από τους ασφαλιστές. Όσο για τις υπόλοιπες κατηγορίες του πληθυσμού είναι δύσκολο να τις προσεγγίσουν ή δεν υπάρχουν ειδικά σχεδιασμένα προϊόντα γι’ αυτές.
Μετά είναι και κλάδοι στους οποίους δεν υπάρχει καθόλου διείσδυση. Όπως στην ασφάλιση περιουσίας. Θα είδατε ίσως την έκθεση του ΟΟΣΑ στην οποία υπήρχε παρότρυνση για ασφάλιση περιουσίας, και τουλάχιστον υποχρεωτική ασφάλιση όσον αφορά τα ακραία φυσικά φαινόμενα. Αυτή τη στιγμή οι προστατευμένες κατοικίες είναι γύρω στο 15% επί του συνόλου. Αυτές οι κατοικίες όμως μπορεί και στο μεγαλύτερό τους ποσοστό να είναι και υπασφαλισμένες. Άρα καταλαβαίνετε πόσο μικρό είναι το ποσοστό κάλυψης. Στο εξωτερικό το θέμα της ασφάλισης ακινήτου είναι σχεδόν υποχρεωτικό - δεν διανοείται ο πολίτης να μην έχει ασφάλιση για το ακίνητό του, όπως έχει και για το αυτοκίνητό του.
Ένα άλλο θέμα είναι η αστική ευθύνη. Όλοι μας ακόμη και στην KPMG συνεργαζόμαστε με ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω πολλούς ανθρώπους εκτός από εταιρείες ή στελέχη, που να έχουν ασφάλιση αστικής ευθύνης. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οικονομολόγοι, λογιστές, μηχανικοί που αναλαμβάνουν ευθύνες, δεν είναι ασφαλισμένοι. Ακόμη και οι γιατροί, αν δεν δουλεύουν στο δημόσιο, δεν είναι όλοι ασφαλισμένοι. Αυτές οι ασφαλίσεις θεωρούνται συνήθεις, ένας μέσος καταναλωτής στην Ευρώπη έχει δύο και τρεις από αυτές τις καλύψεις – ενώ εδώ έχει μόνο το αυτοκίνητό του. Δυστυχώς όσο δεν αυξάνεται το εισόδημα, η παραγωγή θα καθηλώνεται στα γνωστά σημερινά επίπεδα.
Και οι πολυεθνικές που κάνουν κινήσεις στη χώρα μας, με ποιο σκεπτικό τις κάνουν;
Οι πολυεθνικές προσπαθούν να διοχετεύσουν τα κεφάλαιά τους εκεί που βλέπουν κάποια προοπτική ή κάποια ικανοποιητική απόδοση. Όπως ξέρετε, οι ασφαλιστικές πρέπει να δεσμεύουν σημαντικά κεφάλαια για να μπορούν να λειτουργήσουν. Άρα για κάποιες, ειδικά μεγάλου μεγέθους εταιρείες/ομίλους , δεν έχει νόημα μετά από λίγο καιρό να συνεχίσουν σε μια αγορά αν βλέπουν πως ούτε σαν τοπική εταιρεία ούτε σαν προοπτικές αγοράς έχει κάτι ιδιαίτερο να τους προσφέρει. Φανταστείτε μία εταιρεία που έχει δισεκατομμύρια έσοδα. Αν αυξηθεί ο τζίρος της στην Ελλάδα πέντε, δέκα ή και είκοσι εκατομμύρια για παράδειγμα, για αυτήν δεν είναι τίποτα το σημαντικό. Πιο ενδιαφέρον, είναι η τοπική εταιρεία να είναι τουλάχιστον στη πρώτη πεντάδα, να έχει μια ιδιαίτερη παρουσία σαν εταιρεία σε μια χώρα. Με το σκεπτικό αυτό θα μπορούσε και να διατηρηθεί και να παραμείνει κάτι που συνεισφέρει στην διεθνή της εικόνα κυρίως, και όχι για τις τυχόν προοπτικές της τοπικής αγοράς. Σε διαφορετική περίπτωση δεν έχει κανένα ιδιαίτερο λόγο για να συνεχίσει την παρουσία της σε μια μικρή αγορά. Για αυτό και βλέπετε να γίνεται προσπάθεια για συγχωνεύσεις, για το ποιος θα παραμείνει στην αγορά και ποιος θα αποχωρήσει. Δεν υπάρχει χώρος στην Ελλάδα για όλους.
Με αυτά τα δεδομένα ποια είναι η μοίρα των μικρότερων εταιρειών; Πώς θα αντέξουν τον ανταγωνισμό;
Έχει αναφερθεί στο παρελθόν, οι μικρότερες εταιρείες, είχαν βοηθηθεί από τις συγκυρίες και τα καλά αποτελέσματα κυρίως από τον κλάδο του αυτοκινήτου. Πρώτα απ’ όλα το χαμηλό επίπεδο των αποζημιώσεων λόγω πανδημίας βοήθησαν τις εταιρείες να βγάλουν κάποια επιπλέον χρήματα που δεν τα είχαν προϋπολογίσει. Την τελευταία περίοδο υπήρχε η κινητικότητα των ξένων εταιρειών για την απόκτηση μεριδίων - εκεί οι μικρότερες είχαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο πιστεύω, ή να εισπράξουν τουλάχιστον τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει ή σωρευτεί. Το τονίζω αυτό γιατί στην ασφαλιστική αγορά δεν μπορείς να πεις απλά «κλείνω», να πάρεις τα κεφάλαιά σου να φύγεις. Αν πουλήσεις την εταιρεία σου είναι ένας εύκολος τρόπος να εισπράξεις τα κεφαλαία σου ή ακόμη και να ζητήσεις υπεραξίες για το μέλλον – αρκεί φυσικά να βρεις αυτούς που μπορούν να στις προσφέρουν . Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχεις και να βάλεις κάτι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Ένα ανεξάρτητο δίκτυο, δεν είναι από μόνο του ικανή συνθήκη για να σου πληρώσει κάποιος μια υπεραξία. Προβλέπω ότι τώρα που οι μεγάλες ξένες εταιρείες έχουν στην ουσία αποφασίσει για κάποια θέση ή για κάποιες κινήσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο για αυτές να προβούν σε εκ νέου κινήσεις, να αποκτήσουν για παράδειγμα μία πολύ μικρή εταιρεία η οποία δεν θα τους προσδώσει νέο δίκτυο, δεν θα τους προσδώσει κάποια νέα τεχνολογία ή κάποιο νέο προϊόν, ούτε θα δημιουργήσει οικονομίες κλίμακος. Επειδή ήδη έχουν γίνει κάποιες κινήσεις και έχει ενταθεί η κινητικότητα το προηγούμενο διάστημα , αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα παράθυρα των ευκαιριών είναι περιορισμένα αν δεν έχουν κλείσει ιδιαίτερα για τις μικρές εταιρείες που στόχευαν σε εξαγορά με ιδιαίτερες προσδοκίες.
Δηλαδή αποκλείεται να επιβιώσουν μόνες τους;
Χωρίς υποστήριξη είναι εξαιρετικά δύσκολο. Γιατί το κόστος της συμμόρφωσης είναι πολύ μεγάλο και θα συνεχίσει να αυξάνεται. Από τον Ιανουάριο ισχύει και το ΔΠΧΑ 17, τα καινούργια λογιστικά πρότυπα που απαιτούν και καινούργια συστήματα. Έχουμε και τη συμμόρφωση με τα ESG να έρχεται. Η πίεση από την εποπτεία συνεχώς θα υπάρχει. Όλα αυτά σημαίνουν μεγάλο κόστος λειτουργίας και δυσκολία εξεύρεσης ανθρώπινου δυναμικού.
Επειδή απαιτούν εξειδίκευση και είναι σχετικά άγνωστα μοντέλα λειτουργίας;
Ακριβώς. Άρα θα κοστίζει πολύ περισσότερο να βρεθούν τα αναγκαία στελέχη, ενώ ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός θα τρέχει.. Αν δεν υπάρχει κάποιου άλλου είδους άμυνα, ή ένα πλεονέκτημα σε κάποιο άλλο πεδίο, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι μικροί της αγοράς έναντι του ανταγωνισμού σε άμεσο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι να ρίξουν τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους. Όμως όταν δύο μεγάλες εταιρείες συνασπίζονται, αρχίζουν και δημιουργούνται οικονομίες κλίμακος, Ο τζίρος προστίθεται σε μια συνένωση, το προσωπικό όμως όχι απόλυτα. Αυτό τι σημαίνει; Ότι τα κόστη λειτουργίας μειώνονται και δημιουργούνται οι συνθήκες για καλύτερα τιμολόγια και υπηρεσίες χωρίς να μειώνονται τα περιθώρια κέρδους. Επιπλέον το ενωμένο σχήμα θα μπορεί να κάνει ευκολότερα μεγαλύτερες ψηφιακές επενδύσεις και όχι μόνο. Η νέα αγορά αναμένεται να δυσκολέψει την λειτουργία και την συνέχιση της κερδοφορίας των μικρότερων επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για τους μικρούς δηλαδή;
Πιστεύω ότι μια καλή λύση είναι η συνεργασία και οι συνενώσεις. Με τον τρόπο αυτό θα αποκτήσουν ένα μέγεθος, που πρωτίστως θα τους επιτρέψει να σταθούν και να λειτουργήσουν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον ενώ δημιουργούν συνθήκες εξαγοράς για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί ή να επεκταθεί στην ελληνική αγορά. Να αποκτήσουν δηλαδή ένα μέγεθος δελεαστικό, που να αξίζει το κόπο.
Ας αλλάξουμε θέμα. Πόσο ρεαλιστική βλέπετε την προοπτική μιας σύμπραξης δημοσίου ιδιωτικού τομέα στην υγεία ή στην περιουσία;
Στην υγεία η τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν είναι ίσως ακόμη η κατάλληλη. Υπό την έννοια αυτή ό,τι κινήσεις θα μπορούσε να κάνει μια κυβέρνηση θα παρουσιάζονταν περισσότερο σαν «δώρο» στην ιδιωτική ασφάλιση. Όμως στην περιουσία, μετά και την έκθεση του ΟΟΣΑ, βλέπω τις συνθήκες λίγο πιο ώριμες για να συζητηθεί μια σύμπραξη – αν δεν συμβεί κάποιο άλλο συνταρακτικό γεγονός, μια νέα πανδημία ή μία άλλη τεράστια αναστάτωση. Θα μπορούσε για παράδειγμα να διερευνηθεί η εξής εναλλακτική πρόταση: Να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο ή ένας ασφαλιστικός φορέας για την υποχρεωτική ασφάλιση όλων των ακινήτων σε σχέση με τα ακραία φυσικά φαινόμενα με εισφορές να εισπράττονται μέσω του ΕΝΦΙΑ. Ο νέος φορέας μέσω του μηχανισμού είσπραξης του ΕΝΦΙΑ θα καλύπτει ασφαλιστικά τα ακίνητα από τα ακραία φυσικά φαινόμενα απαλλάσσοντας το κράτος, αφού τον κίνδυνο θα τον έχει αναλάβει το ταμείο. Οπότε το κράτος θα μπορούσε να συνεισφέρει με ένα μέρος των πόρων του ΕΝΦΙΑ να κατευθυνθεί στο φορέα αυτό περιορίζοντας την όποια επιβάρυνση των καταναλωτών . Φυσικά αυτό το ταμείο δεν θα αναλάμβανε τους κινδύνους με κρατικά κεφάλαια. Οι κίνδυνοι αυτοί θα καλύπτονταν μέσω της αντασφάλισης. Εδώ θα υπήρχε και η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα, που ξέρει καλύτερα να διαχειρίζεται τους κινδύνους αυτούς. Με το σχέδιο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο ασφάλισης για όλα τα ακίνητα και ξεκάθαροι όροι αποζημιώσεων αν συμβεί κάποιο ακραίο φαινόμενο, γιατί δεν μιλάμε φυσικά για το σύνολο του ασφαλιζόμενου κινδύνου.
Στην υγεία πάντως, έχουμε πάρα πολύ δρόμο μπροστά μας ενώ ακόμα και στην συνταξιοδότηση, στο τρίτο πυλώνα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε σύντομα κάποια σύμπραξη. Θεωρώ πιο πιθανό στα πεδία αυτά ένα περιθώριο για φορολογικές ελαφρύνσεις, διότι και το κράτος θα επωφεληθεί από την μειωμένη δαπάνη στο ΕΣΥ και στον ΕΟΠΥΥ και ο καταναλωτής θα αποκτήσει καλύτερες υπηρεσίες.
Με δεδομένα όλα αυτά που μας είπατε, τι τρόπος υπάρχει να αυξηθεί η ασφαλιστική διείσδυση στη χώρα μας;
Θα μπορούσαν να γίνουν κινήσεις να βελτιωθεί η ασφαλιστική συνείδηση, αν και δεν είναι εύκολο. Θεωρώ ’όπως είναι τα πράγματα στη δεδομένη στιγμή, δύσκολα ότι ένας νέος πολίτης- φορολογούμενος θα εξετάσει ουσιαστικά την ανάγκη για ιδιωτική ασφάλιση, θα πιστέψει ότι χρειάζεται προαιρετική ασφάλιση. Ίσως γιατί δεν έχει μάθει τη σημασία, καθώς δεν υπάρχει το παράδειγμα ή παρότρυνση από το σπίτι ή το περιβάλλον του, σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ώριμες χώρες. Η ασφαλιστική συνείδηση δεν αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά θα μπορούσε να στοχεύσει η ασφαλιστική αγορά στην καλλιέργεια και στη βελτίωσή της. Για παράδειγμα μέσω μιας σύμπραξης με το δημόσιο οι ιδιωτικοί φορείς θα μπορούσαν να επενδύσουν στα σχολεία είτε για την καλλιέργεια της ιδέας της πρόληψης και της αποταμίευσης είτε για την έννοια της προστασίας της περιουσίας και της προστασίας των αγαθών. Φυσικά πρέπει να υπάρξει συνεννόηση και σύμπνοια στο εσωτερικό της αγοράς. Τέτοιου είδους δράσεις γίνονται σε συνολικό επίπεδο, είναι μακροπρόθεσμες και βεβαίως, κοστίζουν.
Οπότε κλείνοντας, δεν θα πρέπει να έχουμε και μεγάλες εκπλήξεις ή να περιμένουμε ανατροπές από την ελληνική αγορά σε βάθος πενταετίας.
Κοιτάξτε, δεν θέλω να φανώ απαισιόδοξος, αλλά αν κοιτάξουμε το ΑΕΠ για την φετινή χρονιά, γνωρίζουμε ότι θα κυμανθεί σε χαμηλά επίπεδα. Άρα, σχετικά με την ανάπτυξη της οικονομίας δεν περιμένουμε να δούμε μια γενική και ουσιαστική βελτίωση των εισοδημάτων, άρα μάλλον δεν θα δούμε και φέτος πολλούς νέους πελάτες. Πιστεύω ότι οι περισσότερες προοπτικές της αγοράς είναι στον κλάδο περιουσίας, στην αστική ευθύνη και στο cyber security. Οι κυβερνοεπιθέσεις είναι πλέον τακτικές, και δεν γίνονται γνωστές στο σύνολό τους. Οι κυβερνο-απειλές αποτελούν πλέον βασικό κίνδυνο και οι εταιρείες αναζητούν προστασία, άρα ένα ακόμη πεδίο ασφάλισης που υπάρχει περισσότερος χώρος για τον κλάδο.